θυμοφθόρον

θυμοφθόρον
θῡμοφθόρον , θυμοφθόρος
destroying the soul
masc/fem acc sg
θῡμοφθόρον , θυμοφθόρος
destroying the soul
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυμοφθόρος — θυμοφθόρος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» αφού έγραψε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”